- άφυλλος
- -η, -οαυτός που δεν έχει φύλλα: Το χειμώνα οι συκιές είναι άφυλλες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἄφυλλος — leafless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άφυλλος — η, ο (Α ἄφυλλος, ον) 1. αυτός που δεν έχει φύλλα. 2. (με ενεργ. σημ.) αυτός που ρίχνει τα φύλλα, ο επιβλαβής στα φύλλα … Dictionary of Greek
ἄφυλλον — ἄφυλλος leafless masc/fem acc sg ἄφυλλος leafless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφύλλοις — ἄφυλλος leafless masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφύλλοισι — ἄφυλλος leafless masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφύλλοισιν — ἄφυλλος leafless masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφύλλου — ἄφυλλος leafless masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφύλλους — ἄφυλλος leafless masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄφυλλα — ἄφυλλος leafless neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄφυλλοι — ἄφυλλος leafless masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)